σαρκασμοπιτυοκάμπτης

σαρκασμοπιτυοκάμπτης
ὁ, Α
(κωμική λ.) ο χλευαστής πιτυοκάμπτης*, αυτός που λυγίζει τα πεύκα με σαρκασμό («σαλπιγγολογχυπηνάδαι, σαρκασμοπιτυόκαμπται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκασμός + πιτυοκάμπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαρκασμοπιτυοκάμπτης — sneering pinebender masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκασμοπιτυοκάμπται — σαρκασμοπιτυοκάμπτης sneering pinebender masc nom/voc pl σαρκασμοπιτυοκάμπτᾱͅ , σαρκασμοπιτυοκάμπτης sneering pinebender masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”